βενζοδιαζεπίνη
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- βενζοδιαζεπίνη < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική benzodiazepine < benzoin (< ισπανική benjuí < αραβική لُبَان جَاوِيّ (lubān jāwiyy)) + diazepine (< azepine < az- + -epine < hepta- (< αρχαία ελληνική ἑπτά) + -ine)
Ουσιαστικό επεξεργασία
βενζοδιαζεπίνη θηλυκό
- (φαρμακευτική) κατηγορία φαρμάκων με αγχολυτικές, μυοχαλαρωτικές, ηρεμιστικές, αναισθητικές και υπνωτικές ιδιότητες
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
βενζοδιαζεπίνη