Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βενζοδιαζεπίνη οι βενζοδιαζεπίνες
      γενική της βενζοδιαζεπίνης των βενζοδιαζεπινών
    αιτιατική τη βενζοδιαζεπίνη τις βενζοδιαζεπίνες
     κλητική βενζοδιαζεπίνη βενζοδιαζεπίνες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

βενζοδιαζεπίνη < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική benzodiazepine < benzoin (< ισπανική benjuí < αραβική لُبَان جَاوِيّ (lubān jāwiyy)) +‎ diazepine (< azepine < az- + -epine < hepta- (< αρχαία ελληνική ἑπτά) + -ine)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

βενζοδιαζεπίνη θηλυκό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία