Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
βενζινοπώλης
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Υπερώνυμα
1.2.2
Δείτε επίσης
1.2.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
βενζινοπώλ
ης
οι
βενζινοπώλ
ες
&
βενζινοπώλ
ηδες
γενική
του
βενζινοπώλ
η
των
βενζινοπωλ
ών
&
βενζινοπώλ
ηδων
αιτιατική
τον
βενζινοπώλ
η
τους
βενζινοπώλ
ες
&
βενζινοπώλ
ηδες
κλητική
βενζινοπώλ
η
βενζινοπώλ
ες
&
βενζινοπώλ
ηδες
Κατηγορία
όπως «
λαχειοπώλης
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
βενζινοπώλης
<
βενζινο-
+
-πώλης
Ουσιαστικό
επεξεργασία
βενζινοπώλης
αρσενικό
(
θηλυκό
βενζινοπώλισσα
)
(
επάγγελμα
)
επαγγελματίας
που πουλά
βενζίνη
Υπερώνυμα
επεξεργασία
πρατηριούχος
Δείτε επίσης
επεξεργασία
βενζίνη
βενζινάδικο
Μεταφράσεις
επεξεργασία
βενζινοπώλης
τουρκικά
:
benzinci
(tr)