βενζινάδικο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
βενζινάδικο ουδέτερο
- κατάστημα λιανικής πώλησης υγρών καυσίμων με αντλίες που μεταφέρουν κατευθείαν τη βενζίνη ή το πετρέλαιο στο ρεζερβουάρ των αυτοκινήτων
Μεταφράσεις επεξεργασία
βενζινάδικο