βενζαλδεΰδη
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- βενζαλδεΰδη < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική benzaldehyde < benzene (βενζόλιο) + aldehyde (αλδεΰδη)
Ουσιαστικό επεξεργασία
βενζαλδεΰδη θηλυκό
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
βενζαλδεΰδη