βελέσι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | βελέσι | τα | βελέσια |
γενική | του | βελεσιού | των | βελεσιών |
αιτιατική | το | βελέσι | τα | βελέσια |
κλητική | βελέσι | βελέσια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
βελέσι < (άμεσο δάνειο) βενετική valessio[1]
Ουσιαστικό επεξεργασία
βελέσι ουδέτερο
- (δημοτική) γυναικεία ενδυμασία (φούστα), από τη μέση έως τους αστραγάλους, συνήθως μάλλινη, υφαντή
- ※ νυφούλα μου να σε χαρώ, με τη στολή του βελεσιού {δημοτικό τραγούδι)
- μακρύ μεσοφόρι, μεσοφούστανο
- επίσημο εξωτερικό ένδυμα
Εκφράσεις επεξεργασία
- σέρνεται απ' το βελέσι της: η γυναίκα του τον κάνει ό,τι θέλει
Παράγωγα επεξεργασία
- βελεσάκι (υποκοριστικό)
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
βελέσι
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.
Πηγές επεξεργασία
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .