Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το βεγγαλικό τα βεγγαλικά
      γενική του βεγγαλικού των βεγγαλικών
    αιτιατική το βεγγαλικό τα βεγγαλικά
     κλητική βεγγαλικό βεγγαλικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

βεγγαλικό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου βεγγαλικός < Βεγγάλη[1] < αγγλική Bengal < μπενγκάλι বাংলা (bangla)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /veŋ.ga.liˈko/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βεγ‐γα‐λι‐κό

  Ουσιαστικό επεξεργασία

βεγγαλικό ουδέτερο

  • (συνήθως στον πληθυντικό: βεγγαλικά) πυροτέχνημα, που ρίχνεται στον αέρα, εκρήγνυται και αφήνει πολύχρωμες λάμψεις

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία