βεγγαλικό
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- βεγγαλικό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου βεγγαλικός < Βεγγάλη[1] < αγγλική Bengal < μπενγκάλι বাংলা (bangla)
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /veŋ.ga.liˈko/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βεγ‐γα‐λι‐κό
Ουσιαστικό επεξεργασία
βεγγαλικό ουδέτερο
- (συνήθως στον πληθυντικό: βεγγαλικά) πυροτέχνημα, που ρίχνεται στον αέρα, εκρήγνυται και αφήνει πολύχρωμες λάμψεις
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη Βεγγάλη
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ βεγγαλικό - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας