βατήρας
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | βατήρας | οι | βατήρες |
γενική | του | βατήρα | των | βατήρων |
αιτιατική | τον | βατήρα | τους | βατήρες |
κλητική | βατήρα | βατήρες | ||
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- βατήρας < αρχαία ελληνική βατήρ
Ουσιαστικό επεξεργασία
βατήρας αρσενικό
- είδος βάθρου επιμήκους ή και πεπλατυσμένου, που χρησιμοποιούν οι αθλητές ή και άλλοι
- βατήρας κατάδυσης/βατήρας άλματος/βατήρας εκκίνησης
- βατήρας για ιδιωτική πισίνα