βαρβαρότητα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- βαρβαρότητα < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή βαρβαρότης[1] < αρχαία ελληνική βάρβαρος
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /vaɾ.vaˈɾo.ti.ta/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βαρ‐βα‐ρό‐τη‐τα
Ουσιαστικό επεξεργασία
βαρβαρότητα θηλυκό
Μεταφράσεις επεξεργασία
βαρβαρότητα
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ βαρβαρότητα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας