Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

βαλκανοποιώ < (Χρειάζεται τεκμηρίωση…) (βαλκανιοποίηση) βαλκανο(ποίηση) + -ποιώ. Μορφολογικά αναλύεται σε Βαλκάν(ια) + -ο- + -ποιώ.

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /val.ka.no.piˈo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βαλ‐κα‐νο‐ποι‐ώ

  Ρήμα επεξεργασία

βαλκανοποιώ, αόρ.: βαλκανοποίησα, παθ.φωνή: βαλκανοποιούμαι, π.αόρ.: βαλκανοποιήθηκα, μτχ.π.π.: βαλκανοποιημένος

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία