βακέσιο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
βακέσιο ουδέτερο άκλιτο
- (ελληνοαμερικανικά) οι διακοπές
- ↪ Πήρα μια βδομάδα βακέσιο και πήγα με τα παιδιά στη Φλόριντα.
βακέσιο ουδέτερο άκλιτο