βαθμός Μερκάλι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- βαθμός Μερκάλι < → δείτε τη λέξη βαθμός και Τζουζέπε Μερκάλι (Giuseppe Mercalli)
Πολυλεκτικός όρος
επεξεργασίαβαθμός Μερκάλι αρσενικό
- (σεισμολογία) μονάδα μέτρησης έντασης σεισμού της ομώνυμης κλίμακας
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία βαθμός Μερκάλι
|