Δείτε επίσης: διάνυσμα

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το βαθμωτό τα βαθμωτά
      γενική του βαθμωτού των βαθμωτών
    αιτιατική το βαθμωτό τα βαθμωτά
     κλητική βαθμωτό βαθμωτά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

βαθμωτό < βαθμός + -ωτό

  Ουσιαστικό επεξεργασία

βαθμωτό ουδέτερο

Συνώνυμα επεξεργασία

Σημειώσεις επεξεργασία

Ένα μέλος του σώματος ενός διανυσματικού χώρου. Χρησιμοποιείται σε αντιδιαστολή με το vector (διάνυσμα) που δηλώνει τα καθ'αυτά μέλη του διανυσματικού χώρου, τα διανύσματα.

  • Π.χ. Στον διανυσματικό χώρο των τετραγωνικών ν x ν πινάκων με μιγαδικά στοιχεία πάνω στο σώμα των πραγματικών αριθμών, οι μιγαδικοί πίνακες αναφέρονται σαν διανύσματα (vectors), ενώ οι πραγματικοί αριθμοί σαν βαθμωτά (scalars).

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία