Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

βαγίζω < βάγ(ιο) + -ίζω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /vaˈʝi.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βα‐γί‐ζω

  Ρήμα επεξεργασία

βαγίζω, αόρ.: βάγισα (χωρίς παθητική φωνή) δημοτική

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία