γερατειά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | γερατειά | ||
γενική | των | γερατειών | ||
αιτιατική | τα | γερατειά | ||
κλητική | γερατειά | |||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- γερατειά < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική γερατειά < γερατεία < τα γέρατα < αρχαία ελληνική γῆρας (με επίδραση τού γέρατα, πληθυντικός αριθμός του γέρας)[1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ʝe.ɾaˈtça/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γε‐ρα‐τειά
Ουσιαστικό επεξεργασία
γερατειά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
Άλλες μορφές επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
γερατειά
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ γερατειά - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- γερατειά - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].