Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αὐτοπρόσωπος < αὐτός και πρόσωπον

  Επίθετο επεξεργασία

αὐτοπρόσωπος, ος, ον