Δείτε επίσης: Αυδή

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική αὐδή αἱ αὐδαί
      γενική τῆς αὐδῆς τῶν αὐδῶν
      δοτική τῇ αὐδ ταῖς αὐδαῖς
    αιτιατική τὴν αὐδήν τὰς αὐδᾱ́ς
     κλητική ! αὐδή αὐδαί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  αὐδᾱ́
γεν-δοτ τοῖν  αὐδαῖν
1η κλίση, Κατηγορία 'ψυχή' όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αὐδή < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₂weyd-

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αὐδή θηλυκό

  1. ανθρώπινη φωνή, ομιλία
  2. ήχος
  3. διάδοση, φήμη
  4. χρησμός
  5. άσμα, ωδή

Παράγωγα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

νέα ελληνικά:

  • Αυδή (γυναικείο επώνυμο)

  Πηγές επεξεργασία