Δείτε επίσης: αψά, άψα

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αψιά < μεσαιωνική ελληνική αψιά ἀψέα < αψύς • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Επίρρημα επεξεργασία

αψιά

  1. με αψύ τρόπο ή γεύση
  2. έντονα, δυνατά
  3. θυμωμένα
  4. γρήγορα

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  • → δείτε τη λέξη αψύς

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία