αχρονικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αχρονικός < α- + χρονικός ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική intemporel)
Επίθετο επεξεργασία
αχρονικός
- που δεν λαμβάνει υπόψη τον χρόνο, δεν τον ακολουθεί, δεν παρακολουθεί την εξέλιξή του
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αχρονικός
|