αχλάδα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αχλάδα | οι | αχλάδες |
γενική | της | αχλάδας | των | αχλάδων |
αιτιατική | την | αχλάδα | τις | αχλάδες |
κλητική | αχλάδα | αχλάδες | ||
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- αχλάδα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀχλάδα < ελληνιστική κοινή ἀχλάς < αρχαία ελληνική ἀχράς
Ουσιαστικό επεξεργασία
αχλάδα θηλυκό
Παροιμίες επεξεργασία
- πίσω έχει η αχλάδα την ουρά: μη βιάζεσαι, μη βγάζεις πρόωρο ή εύκολο συμπέρασμα, το κακό ή η συμφορά μπορεί να έρθει στο τέλος
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη αχλάδι