αχάραχτος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αχάραχτος < αχάρακτος < (ελληνιστική κοινή) ἀχάρακτος
Επίθετο επεξεργασία
αχάραχτος, -η, -ο
- άλλη μορφή του αχάρακτος
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη χαράσσω
Μεταφράσεις επεξεργασία
αχάραχτος
|