Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αφυπνισμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
αφυπνισμέν
ος
η
αφυπνισμέν
η
το
αφυπνισμέν
ο
γενική
του
αφυπνισμέν
ου
της
αφυπνισμέν
ης
του
αφυπνισμέν
ου
αιτιατική
τον
αφυπνισμέν
ο
την
αφυπνισμέν
η
το
αφυπνισμέν
ο
κλητική
αφυπνισμέν
ε
αφυπνισμέν
η
αφυπνισμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
αφυπνισμέν
οι
οι
αφυπνισμέν
ες
τα
αφυπνισμέν
α
γενική
των
αφυπνισμέν
ων
των
αφυπνισμέν
ων
των
αφυπνισμέν
ων
αιτιατική
τους
αφυπνισμέν
ους
τις
αφυπνισμέν
ες
τα
αφυπνισμέν
α
κλητική
αφυπνισμέν
οι
αφυπνισμέν
ες
αφυπνισμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
αφυπνισμένος
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
αφυπνίζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αφυπνισμένος