Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αφυπηρετώ < αφ- + υπηρετώ

  Ρήμα επεξεργασία

αφυπηρετώ

  1. (στρατιωτικός όρος, λόγιο) μετά από την περάτωση της στρατιωτικής μου θητείας παίρνω απολυτήριο από το στρατό
     συνώνυμα: απολύομαι, αποστρατεύομαι
  2. (λόγιο) περατώνεται η υπηρεσία που έχω σε κάποιον τομέα και αποσύρομαι απ’ αυτή
     συνώνυμα: συνταξιοδοτούμαι, αποχωρώ

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία