Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αφυδατώνω < αφ- (από αφαιρετικό) + ύδωρ (του ύδατος), επειδή ύδωρ δασύτονο, στο πολυτονικό. το π του από τρέπεται σε φ

  Ρήμα επεξεργασία

αφυδατώνω

Συνώνυμα επεξεργασία

Αντώνυμα επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία