Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αφροντισιά οι αφροντισιές
      γενική της αφροντισιάς των αφροντισιών
    αιτιατική την αφροντισιά τις αφροντισιές
     κλητική αφροντισιά αφροντισιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αφροντισιά < μεσαιωνική ελληνική αφροντισία < φροντίζω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αφροντισιά θηλυκό

  1. (σπάνιο) ανεμελιά, ξενοιασιά
  2. (σπάνιο) ατημελησία, αμέλεια, αδιαφορία

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία