αφιλοχρηματία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αφιλοχρηματία < (ελληνιστική κοινή) ἀφιλοχρηματία < ἀφιλοχρήματος
Ουσιαστικό επεξεργασία
αφιλοχρηματία θηλυκό
- απουσία αγάπης προς το χρήμα, η ιδιότητα του αφιλοχρήματου
Μεταφράσεις επεξεργασία
αφιλοχρηματία
|