Πτώση
|
Ενικός
|
Πληθυντικός
|
Ονομαστική
|
ὁ, ἡ ἀφιλοχρήματος
|
τὸ ἀφιλοχρήματον
|
οἱ, αἱ ἀφιλοχρήματοι
|
τὰ ἀφιλοχρήματα
|
Γενική
|
τοῦ, τῆς ἀφιλοχρημάτου
|
τοῦ ἀφιλοχρημάτου
|
τῶν ἀφιλοχρημάτων
|
τῶν ἀφιλοχρημάτων
|
Δοτική
|
τῷ, τῇ ἀφιλοχρημάτῳ
|
τῷ ἀφιλοχρημάτῳ
|
τοῖς, ταῖς ἀφιλοχρημάτοις
|
τοῖς ἀφιλοχρημάτοις
|
Αιτιατική
|
τὸν, τὴν ἀφιλοχρήματον
|
τὸ ἀφιλοχρήματον
|
τοὺς, τὰς ἀφιλοχρημάτους
|
τὰ ἀφιλοχρήματα
|
Κλητική
|
ἀφιλοχρήματε
|
ἀφιλοχρήματον
|
ἀφιλοχρήματοι
|
ἀφιλοχρήματα
|
Πτώσεις
|
Δυικός
|
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική
|
ἀφιλοχρημάτω
|
Γενική-Δοτική
|
ἀφιλοχρημάτοιν
|
|