Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἀφιλοχρήματος < αρχαία ελληνική φιλοχρήματος < φιλέω / φιλῶ + χρῆμα

  Επίθετο επεξεργασία

ἀφιλοχρήματος, -ος, -ον

Κλίση επεξεργασία