Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αφθονοπάροχος η αφθονοπάροχη το αφθονοπάροχο
      γενική του αφθονοπάροχου της αφθονοπάροχης του αφθονοπάροχου
    αιτιατική τον αφθονοπάροχο την αφθονοπάροχη το αφθονοπάροχο
     κλητική αφθονοπάροχε αφθονοπάροχη αφθονοπάροχο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αφθονοπάροχοι οι αφθονοπάροχες τα αφθονοπάροχα
      γενική των αφθονοπάροχων των αφθονοπάροχων των αφθονοπάροχων
    αιτιατική τους αφθονοπάροχους τις αφθονοπάροχες τα αφθονοπάροχα
     κλητική αφθονοπάροχοι αφθονοπάροχες αφθονοπάροχα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αφθονοπάροχος < άφθονος + -ο- + πάροχος

  Επίθετο επεξεργασία

αφθονοπάροχος

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία