αφθιταλίτης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αφθιταλίτης < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική aphthitalite < αρχαία ελληνική ἄφθιτος (< φθίνω) + ἅλας
Κύριο όνομα επεξεργασία
αφθιταλίτης αρσενικό
- (ορυκτολογία) εβαπορίτης που αποτελείται από άλατα του θείο και του καλίου
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη φθίνω
Μεταφράσεις επεξεργασία
αφθιταλίτης