Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αφέντισσα οι αφέντισσες
      γενική της αφέντισσας
    αιτιατική την αφέντισσα τις αφέντισσες
     κλητική αφέντισσα αφέντισσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αφέντισσα < αφέντ(ης) + κατάληξη θηλυκού -ισσα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αφέντισσα θηλυκό και αφέντρα

  Μεταφράσεις επεξεργασία

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε αφέντης