Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αυτώνυμο τα αυτώνυμα
      γενική του αυτωνύμου
αυτώνυμου
των αυτωνύμων
    αιτιατική το αυτώνυμο τα αυτώνυμα
     κλητική αυτώνυμο αυτώνυμα
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αυτώνυμο < αυτός/αυτο-/αυτό-/αυτ- + -ώνυμο (<όνομα) < μεταφραστικό δάνειο απ' τ' αγγλικά: autonym[1][2]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αυτώνυμο ουδέτερο

  1. το εγγενές όνομα
  2. (γλωσσολογία) όταν το σημαίνον, το μήνυμα που εκπέμπεται είναι και το ίδιο το αντικείμενο της επικοινωνίας

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία