Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αυτοτροφικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
αυτοτροφικ
ός
η
αυτοτροφικ
ή
το
αυτοτροφικ
ό
γενική
του
αυτοτροφικ
ού
της
αυτοτροφικ
ής
του
αυτοτροφικ
ού
αιτιατική
τον
αυτοτροφικ
ό
την
αυτοτροφικ
ή
το
αυτοτροφικ
ό
κλητική
αυτοτροφικ
έ
αυτοτροφικ
ή
αυτοτροφικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
αυτοτροφικ
οί
οι
αυτοτροφικ
ές
τα
αυτοτροφικ
ά
γενική
των
αυτοτροφικ
ών
των
αυτοτροφικ
ών
των
αυτοτροφικ
ών
αιτιατική
τους
αυτοτροφικ
ούς
τις
αυτοτροφικ
ές
τα
αυτοτροφικ
ά
κλητική
αυτοτροφικ
οί
αυτοτροφικ
ές
αυτοτροφικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
αυτοτροφικός
<
αυτο-
+
τροφικός
Επίθετο
επεξεργασία
αυτοτροφικός, -η, -ό
(
βιολογία
): αυτός που αναφέρεται στην τροφή των αυτότροφων οργανισμών.
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αυτοτροφικός