Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αυτοσυσχέτιση οι αυτοσυσχετίσεις
      γενική της αυτοσυσχέτισης* των αυτοσυσχετίσεων
    αιτιατική την αυτοσυσχέτιση τις αυτοσυσχετίσεις
     κλητική αυτοσυσχέτιση αυτοσυσχετίσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αυτοσυσχετίσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αυτοσυσχέτιση < αυτο- + συσχέτιση, (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική autocorrelation ή serial correlation

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αυτοσυσχέτιση θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία