Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αυτορρύθμιση οι αυτορρυθμίσεις
      γενική της αυτορρύθμισης* των αυτορρυθμίσεων
    αιτιατική την αυτορρύθμιση τις αυτορρυθμίσεις
     κλητική αυτορρύθμιση αυτορρυθμίσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αυτορρυθμίσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αυτορρύθμιση < αυτο- + ρύθμιση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αυτορρύθμιση θηλυκό

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία