Δείτε επίσης: αὐτοκρατής, αυτοκρατορία

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αυτοκρατία οι αυτοκρατίες
      γενική της αυτοκρατίας των αυτοκρατιών
    αιτιατική την αυτοκρατία τις αυτοκρατίες
     κλητική αυτοκρατία αυτοκρατίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αυτοκρατία < (καθαρεύουσα) αὐτοκρατία < (μεταφραστικό δάνειο) λατινική solipsispus • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αυτοκρατία θηλυκό

Σημειώσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • Επίτομον εγκυκλοπαιδικόν λεξικόν (1935). Αθήνα: Εκδοτικός Οίκος Ελευθερουδάκη, σελ. 463.