αυταρχία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αυταρχία < (ελληνιστική κοινή) αὐταρχία (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική autocratie)
Ουσιαστικό επεξεργασία
αυταρχία θηλυκό
- ο αυταρχισμός, η αυταρχικότητα
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αυταρχία