Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αυτοδιπλασιάζομός οι αυτοδιπλασιάζομοί
      γενική του αυτοδιπλασιάζομού των αυτοδιπλασιάζομών
    αιτιατική τον αυτοδιπλασιάζομό τους αυτοδιπλασιάζομούς
     κλητική αυτοδιπλασιάζομέ αυτοδιπλασιάζομοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αυτοδιπλασιάζομαι < αυτο- + διπλασιάζομαι

  Ρήμα επεξεργασία

αυτοδιπλασιάζομαι αρσενικό

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία