Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

διπλασιάζομαι < δι- + -πλασιάζομαι

  Ρήμα επεξεργασία

διπλασιάζομαι

διπλασιάστηκε ο μισθός μου

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία