αυτοδιάγνωση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αυτοδιάγνωση | οι | αυτοδιαγνώσεις |
γενική | της | αυτοδιάγνωσης* | των | αυτοδιαγνώσεων |
αιτιατική | την | αυτοδιάγνωση | τις | αυτοδιαγνώσεις |
κλητική | αυτοδιάγνωση | αυτοδιαγνώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αυτοδιαγνώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
αυτοδιάγνωση θηλυκό
Συγγενικά επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
- self-diagnosis στην αγγλική Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις επεξεργασία
αυτοδιάγνωση