αυτογραφία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αυτογραφία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική autographie < αρχαία ελληνική αὐτός + γράφω
Ουσιαστικό επεξεργασία
αυτογραφία θηλυκό
- (τυπογραφία) τυπογραφική λιθογραφική μέθοδος τύπωσης σε λίθινη επιφάνεια ενός χειρόγραφου κειμένου ή σχεδίου
Υπερώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αυτογραφία