αυτοαποκαπιταλιστικοποίηση

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αυτοαποκαπιταλιστικοποίηση οι αυτοαποκαπιταλιστικοποιήσεις
      γενική της αυτοαποκαπιταλιστικοποίησης* των αυτοαποκαπιταλιστικοποιήσεων
    αιτιατική την αυτοαποκαπιταλιστικοποίηση τις αυτοαποκαπιταλιστικοποιήσεις
     κλητική αυτοαποκαπιταλιστικοποίηση αυτοαποκαπιταλιστικοποιήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αυτοαποκαπιταλιστικοποιήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αυτοαποκαπιταλιστικοποίηση < αυτο- + αποκαπιταλιστικοποίηση

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /af.to.a.po.ka.pi.ta.li.sti.koˈpi.i.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αυ‐το‐α‐πο‐κα‐πι‐τα‐λι‐στι‐κο‐ποί‐η‐ση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αυτοαποκαπιταλιστικοποίηση θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία