Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αποκαπιταλιστικοποίηση οι αποκαπιταλιστικοποιήσεις
      γενική της αποκαπιταλιστικοποίησης* των αποκαπιταλιστικοποιήσεων
    αιτιατική την αποκαπιταλιστικοποίηση τις αποκαπιταλιστικοποιήσεις
     κλητική αποκαπιταλιστικοποίηση αποκαπιταλιστικοποιήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αποκαπιταλιστικοποιήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αποκαπιταλιστικοποίηση < απο- + καπιταλιστικοποίηση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αποκαπιταλιστικοποίηση θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία