Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αυταξία οι αυταξίες
      γενική της αυταξίας των αυταξιών
    αιτιατική την αυταξία τις αυταξίες
     κλητική αυταξία αυταξίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αυταξία < αυτ- + αξία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αυταξία θηλυκό

  1. (λόγιο) η ύπαρξη ή η απόδοση αξίας σε κάποιον ή κάτι για λόγους που εκπορεύονται απ’ αυτό(ν) το(ν) ίδιο(ν)
  2. (λόγιο) αυτοεκτίμηση

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία