αυταξία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αυταξία | οι | αυταξίες |
γενική | της | αυταξίας | των | αυταξιών |
αιτιατική | την | αυταξία | τις | αυταξίες |
κλητική | αυταξία | αυταξίες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
αυταξία θηλυκό
- (λόγιο) η ύπαρξη ή η απόδοση αξίας σε κάποιον ή κάτι για λόγους που εκπορεύονται απ’ αυτό(ν) το(ν) ίδιο(ν)
- (λόγιο) αυτοεκτίμηση
Συγγενικά επεξεργασία
- αυτάξιος
- αυταξιότητα
- → δείτε τις λέξεις αυτός και άξιος
Πηγές επεξεργασία
- αυταξία - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- αυταξία - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Μεταφράσεις επεξεργασία
αυταξία