ατυχηματικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ατυχηματικός < ατύχημα, ατυχηματ- + -ικός
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.ti.çi.ma.tiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐τυ‐χη‐μα‐τι‐κός
Επίθετο επεξεργασία
ατυχηματικός, -ή, -ό
- (σπάνιο) που έχει σχέση με ατύχημα ή αναφέρεται σ’ αυτό
- ※ Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της ιατροδικαστικής εξέτασης, ο θάνατος του βρέφους χαρακτηρίζεται «ατυχηματικός» και επήλθε από πνιγμονή, που προκλήθηκε από απόφραξη των αεροφόρων οδών. (www.tanea.gr, 24.12.2018)
Μεταφράσεις επεξεργασία
ατυχηματικός
|