ατυχής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ατυχής | η | ατυχής | το | ατυχές |
γενική | του | ατυχούς* | της | ατυχούς | του | ατυχούς |
αιτιατική | τον | ατυχή | την | ατυχή | το | ατυχές |
κλητική | ατυχή(ς) | ατυχής | ατυχές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ατυχείς | οι | ατυχείς | τα | ατυχή |
γενική | των | ατυχών | των | ατυχών | των | ατυχών |
αιτιατική | τους | ατυχείς | τις | ατυχείς | τα | ατυχή |
κλητική | ατυχείς | ατυχείς | ατυχή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ατυχής < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀτυχής. Συγκρίνετε με το άτυχος.
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.tiˈçis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐τυ‐χής
Επίθετο επεξεργασία
ατυχής, -ής, -ές, συγκριτικός : ατυχέστερος, υπερθετικός : ατυχέστατος
- (λόγιο) άλλη μορφή του άτυχος
- ↪ ήταν μια ατυχής σύμπτωση, ότι τον συναντήσαμε
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ατυχής
|