ατσιμεντάριστος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ατσιμεντάριστος < α- στερητικό + τσιμεντάρ(ω) + -ιστος
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.t͡si.menˈda.ɾi.stos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐τσι‐με‐ντά‐ρι‐στος
Επίθετο επεξεργασία
ατσιμεντάριστος, -η, -ο
- που δεν τον έχουν τσιμεντάρει
Αντώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ατσιμεντάριστος
|