Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ατσίγγανος < από το αρχαίο ἀθίγγανος, που δεν ακουμπά. Προέρχεται από ένα μανιχαϊκό θρήσκευμα, προερχόμενο από τη Φρυγία.

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ατσίγγανος /a.'tsiɳ.ga.nos/ αρσενικό

  • άτομο της φυλής των αθίγγανων, νομαδικός λαός της Ευρώπης, καταγόμενος από την Ινδία.
    ※  Κυκλωμένος από παιδιά και γυναίκες, που στεκόντουσαν στις πόρτες, έπαιζε ένας ατσίγγανος κλαρίνο και μια μαϊμού χόρευε, ντυμένη κόκκινα φορέματα. (Δημοσθένης Βουτυράς, Παπάς ειδωλολάτρης (1920)[1] [διήγημα])

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία