ατρομοκράτητος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ατρομοκράτητος < α- + τρομοκρατώ + -τος
Επίθετο επεξεργασία
ατρομοκράτητος
- που δεν έχει τρομοκρατηθεί
Αντώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ατρομοκράτητος
|
ατρομοκράτητος
|