ατομικιστής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ατομικιστής < ατομικισμός + -ιστής (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική individualiste)
Ουσιαστικό επεξεργασία
ατομικιστής αρσενικό (θηλυκό: ατομικίστρια)
- άλλη μορφή του ατομιστής
- αυτός που είναι οπαδός της ατομοκρατίας
Συγγενικά επεξεργασία
- ατομικίστρια
- ατομικιστικά
- ατομικιστικός
- → δείτε τις λέξεις ατομισμός, άτομο και τέμνω
Μεταφράσεις επεξεργασία
ατομικιστής
|