ατομοκρατία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ατομοκρατία < ατομοκράτης + -ία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ατομοκρατία θηλυκό
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τις λέξεις ατομοκράτης, άτομο, τέμνω και κράτος
Μεταφράσεις επεξεργασία
ατομοκρατία
|