Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

ατομική βόμβα θηλυκό

  • βόμβα τρομακτικής εκρηκτικής ισχύος, η λειτουργία της οποίας βασίζεται στη διάσπαση του ατόμου του ουρανίου και του πλουτωνίου}}

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία